Ασχολία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ασχολία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
окупация, професия, занятие, занимание, професиите
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασχολία
ασχολία συνώνυμο, ασχολία ετυμολογία, ασχολία συνώνυμα, ασχολία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ασχολία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ασφυξία στα βουλγαρικά - задушаване, задух, задушаване с, до задушаване
- ασφόδελος στα βουλγαρικά - жълт нарцис, нарцис, Дафодил, Daffodil, жълти нарциси
- ασωτία στα βουλγαρικά - разточителство, прахосничество, изобилие, щедрост
- ασύγχρονος στα βουλγαρικά - асинхронен, асинхронни, асинхронно, асинхронна, асинхронния
Τυχαίες λέξεις
Ασχολία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: окупация, професия, занятие, занимание, професиите
Μεταφράσεις: окупация, професия, занятие, занимание, професиите