Ατροφία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ατροφία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
атрофия, атрофия на, атрофията, на атрофия
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατροφία
ατροφία εγκεφάλου βικιπαιδεια, ατροφία κολπικού επιθηλίου, ατροφία παρεγκεφαλίδας, ατροφία στομάχου, ατροφία κόλπου, ατροφία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ατροφία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ατονώ στα βουλγαρικά - слабост, слабостта, слабости, немощ
- ατραξιόν στα βουλγαρικά - атракция, привличане, атракцията, на забележителност, интересно място
- ατσάλι στα βουλγαρικά - меч, стомана, стоманена, стоманени, стомани
- ατσαλένιος στα βουλγαρικά - меч, стомана, стоманена, стоманен, стоманено, метална
Τυχαίες λέξεις
Ατροφία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: атрофия, атрофия на, атрофията, на атрофия
Μεταφράσεις: атрофия, атрофия на, атрофията, на атрофия