Βοηθητικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спомагателен, помощен, спомагателни, спомагателно, спомагателната
Βοηθητικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθητικός

βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βοηθητικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • βοήθεια στα βουλγαρικά - помагам, помощ, помогне, помогнат, помогне на, от помощ
  • βοήθημα στα βουλγαρικά - помагам, помощ, помощи, на помощта, помощите
  • βοηθός στα βουλγαρικά - помагам, помощник, асистент, сътрудник
  • βοηθώ στα βουλγαρικά - помигат, помагам, помощ, помогне, помогнат, помогне на, от помощ
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: спомагателен, помощен, спомагателни, спомагателно, спомагателната