Βότανο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
билки, билка, трева, билков
Βότανο στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βότανο

βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βότανο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • βόρειος στα βουλγαρικά - на север, север, Северна, Северен, северно
  • βόσκω στα βουλγαρικά - Browsing, Сърфиране, сърфирането, Преглеждане, за сърфирането
  • βότσαλο στα βουλγαρικά - камъче, чакълест, камъчета, каменист
  • βύθισμα στα βουλγαρικά - проект, проект на, проекта на, проекта за, проект за
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: билки, билка, трева, билков