Γενικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γενικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общ, обща, общия, цяло, общото
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενικός
γενικός γραμματέας κυβέρνησης, γενικός δείκτης χα, γενικός γραμματέας αποκεντρωμένης διοίκησης κρήτης, γενικός οικοδομικός κανονισμός, γενικός κανονισμός λιμένα, γενικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γενικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γενικά στα βουλγαρικά - общо, обикновено, цяло, като цяло, принцип
- γενική στα βουλγαρικά - общ, обща, общия, цяло, общото
- γενικότητα στα βουλγαρικά - всеобщност, общоприложимост, общ характер, общоприложимостта, НЕОПРЕДЕЛЕНОСТТА
- γεννήτρια στα βουλγαρικά - генератор, Генератор на, генератора
Τυχαίες λέξεις
Γενικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: общ, обща, общия, цяло, общото
Μεταφράσεις: общ, обща, общия, цяло, общото