Γερανός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γερανός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жерав, кран, кранове, крана
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γερανός
γερανός μηχάνημα, γερανός στη λάρνακα, γερανός ανύψωσης ασθενών, γερανός λάρνακα, γερανός οριγκάμι, γερανός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γερανός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γεράνι στα βουλγαρικά - здравец, мушкато, гераниум, индрише, от здравец
- γερακάρης στα βουλγαρικά - Gerakaris
- γεροδεμένος στα βουλγαρικά - лейкопласт, мускулест, чембероване, чембероваъчната, на чембероване
- γεροντικός στα βουλγαρικά - изкуфял, сенилен, старчески, сенилна, старческа
Τυχαίες λέξεις
Γερανός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: жерав, кран, кранове, крана
Μεταφράσεις: жерав, кран, кранове, крана