Γυαλίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γυαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полски, лак, полиране, за нокти, полски език
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυαλίζω
γυαλίζω ασημικά, γυαλίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γυαλίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γυαλάδα στα βουλγαρικά - лъскам, замазвам, излъсквам, измамлива външност, излъсквам се
- γυαλί στα βουλγαρικά - стъкло, стекло, стъклен, чаша, стъклена, стъклени
- γυαλιά στα βουλγαρικά - очила, очни, чаши, стъкла, очилата
- γυαλιστερός στα βουλγαρικά - украсен с пайети
Τυχαίες λέξεις
Γυαλίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: полски, лак, полиране, за нокти, полски език
Μεταφράσεις: полски, лак, полиране, за нокти, полски език