Γυμνός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: γυμνός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
голей, гол, голи, гола, невъоръжено, голо
Γυμνός στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γυμνός

γυμνός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γυμνός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • γυμνισμός στα βουλγαρικά - нудизъм, нудизма, за нудизъм
  • γυμνοσάλιαγκας στα βουλγαρικά - близнял, плужек, гол охлюв, сачма, слъг, грубо излят куршум
  • γυμνώνω στα βουλγαρικά - полоса, гол, голи, гола, голата, голия
  • γυναίκα στα βουλγαρικά - жена, съпруга, жена на, жената, жени
Τυχαίες λέξεις
Γυμνός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: голей, гол, голи, гола, невъоръжено, голо