Δαπανηρός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δαπανηρός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скъп, скъпо, скъпа, скъпоструваща, скъпоструващо
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαπανηρός
δαπανηρός συνώνυμο, δαπανηρός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δαπανηρός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δαπάνες στα βουλγαρικά - разноска, консумация, потребление, разходи, разходите за, разходите, разходи за
- δαπάνη στα βουλγαρικά - консумация, потребление, цена, разноска, разход, сметка, за сметка, ...
- δασκάλα στα βουλγαρικά - учител, преподавател, учителите, на учителите, на учители
- δασμοί στα βουλγαρικά - тарифа, задължения, мита, задълженията, сборове, митата
Τυχαίες λέξεις
Δαπανηρός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: скъп, скъпо, скъпа, скъпоструваща, скъпоструващо
Μεταφράσεις: скъп, скъпо, скъпа, скъпоструваща, скъпоструващо