Δασοκομία στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δασοκομία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лесовъдство, горското стопанство, горското, горско стопанство, горския
Δασοκομία στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασοκομία

εφαρμοσμένη δασοκομία, δασοκομία πόλεων, δασοκομία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δασοκομία στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δασμοί στα βουλγαρικά - тарифа, задължения, мита, задълженията, сборове, митата
  • δασμολόγιο στα βουλγαρικά - тарифа, тарифна, тарифната, тарифно, тарифен
  • δασολογία στα βουλγαρικά - лесовъдство, горското стопанство, горското, горско стопанство, горския
  • δασοφύλακας στα βουλγαρικά - горски, рейнджър, Ranger, Рейнджъра, стражар
Τυχαίες λέξεις
Δασοκομία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лесовъдство, горското стопанство, горското, горско стопанство, горския