Δεσμεύω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спъвам, Fetter, Фетър, на Фетер, Фетер и
Δεσμεύω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμεύω

δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δεσμεύω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δεσμίδα στα βουλγαρικά - топ хартия, зенкеровам, райберовам, топа
  • δεσμευτικός στα βουλγαρικά - подвързване, обвързване, задължителен, свързващ, обвързващи
  • δεσμοφύλακας στα βουλγαρικά - тъмничар, тъмничаря, надзирател, тъмничарят, на тъмничаря
  • δεσμός στα βουλγαρικά - роман, връзка, облигация, облигации
Τυχαίες λέξεις
Δεσμεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: спъвам, Fetter, Фетър, на Фетер, Фетер и