Δεσπόζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
превъзхождам, надвишавам, превишавам, преливат, издигам се над
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσπόζω
δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δεσπόζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δεσποινίς στα βουλγαρικά - французка гувернантка, мадмоазел, на мадмоазел, госпожица, госпожице
- δεσποτικός στα βουλγαρικά - тиран, самодържец, майсторски, майсторско, майсторското, майсторска, майсторската
- δευτερεύων στα βουλγαρικά - вторичен, вторично, вторична, средното, вторичния
- δευτερόλεπτο στα βουλγαρικά - секунда, втори, второ, втората, втора, втория
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: превъзхождам, надвишавам, превишавам, преливат, издигам се над
Μεταφράσεις: превъзхождам, надвишавам, превишавам, преливат, издигам се над