Διάταγμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
декрет, постановление, указ, ПМС
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάταγμα
διάταγμα παραλαβής, διάταγμα περιοριστικών μέτρων, διάταγμα καρακάλλα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα του 311, διάταγμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διάταγμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διάστημα στα βουλγαρικά - космос, период, пространство, място, пространството, космоса
- διάσωση στα βουλγαρικά - спасяване, спасителен, оздравяване, за оздравяване, спасителни
- διάταξη στα βουλγαρικά - очертание, строй, осигуряване, разпоредба, предоставяне, предоставянето
- διάφορα στα βουλγαρικά - различен, различни, различна, различно, друг
Τυχαίες λέξεις
Διάταγμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: декрет, постановление, указ, ПМС
Μεταφράσεις: декрет, постановление, указ, ПМС