Διαγωνιζόμενος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
противник, състезател, участник, състезателя, състезателят
Διαγωνιζόμενος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαγωνιζόμενος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διαγωγή στα βουλγαρικά - поведение, поведението, провеждане, поведението на
  • διαγωνίζομαι στα βουλγαρικά - diagonizomai
  • διαγωνισμός στα βουλγαρικά - състезание, конкурс, конкурса, конкурс за
  • διαδήλωση στα βουλγαρικά - доказателство, демонстрация, демонстриране, демонстрационен, доказване
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: противник, състезател, участник, състезателя, състезателят