Διαμαρτυρόμενος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαμαρτυρόμενος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
протестантски, протестант, протестантска, протестантската, протестантско
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαμαρτυρόμενος
διαμαρτυρόμενος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαμαρτυρόμενος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαμαρτυρία στα βουλγαρικά - протест, знак на протест, протеста, протести, протестна
- διαμαρτυρίες στα βουλγαρικά - протест, протести, протестите, протестира
- διαμαρτύρομαι στα βουλγαρικά - протест, знак на протест, протеста, протести, протестна
- διαμελίζω στα βουλγαρικά - анализирам, дисектирам, разрязвам, дисекция, дисекция на
Τυχαίες λέξεις
Διαμαρτυρόμενος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: протестантски, протестант, протестантска, протестантската, протестантско
Μεταφράσεις: протестантски, протестант, протестантска, протестантската, протестантско