Διασταύρωση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διασταύρωση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кръстовище, възел, кръстопът, съединение, свързване
Διασταύρωση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασταύρωση

διασταύρωση πεύκου, διασταύρωση ελέγχου, διασταύρωση αφμ, διασταύρωση αίματοσ, διασταύρωση σκύλων, διασταύρωση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διασταύρωση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διαστέλλω στα βουλγαρικά - разширявам, разпростирам се, разширяват, се разширяват, разширят
  • διασταλτός στα βουλγαρικά - разширяем
  • διαστολή στα βουλγαρικά - експанзия, разширяване, разширение, разширяването, разрастване
  • διαστρεβλώνω στα βουλγαρικά - основа, фалшифицирам, представям неточно, тенденциозно подбирам
Τυχαίες λέξεις
Διασταύρωση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кръстовище, възел, кръстопът, съединение, свързване