Διαστολή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαστολή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експанзия, разширяване, разширение, разширяването, разрастване
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαστολή
διαστολή τραχήλου, διαστολή νερού, διαστολή κόρης ματιού, διαστολή συστολή, διαστολή συστολή νερού, διαστολή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαστολή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διασταλτός στα βουλγαρικά - разширяем
- διασταύρωση στα βουλγαρικά - кръстовище, възел, кръстопът, съединение, свързване
- διαστρεβλώνω στα βουλγαρικά - основа, фалшифицирам, представям неточно, тенденциозно подбирам
- διασυρμός στα βουλγαρικά - унижение, насмешка, излияние, очерняне, оклеветяване, злословене, клевети, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαστολή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: експанзия, разширяване, разширение, разширяването, разрастване
Μεταφράσεις: експанзия, разширяване, разширение, разширяването, разрастване