Διατάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διατάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
I, аз, съм, да, че
Διατάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διατάζω

διατάζω συνώνυμο, διατάζω συνώνυμα, διατάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διατάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διασχίζω στα βουλγαρικά - хибрид, кръст, премине, пресече, пресичат, преминат
  • διασώζω στα βουλγαρικά - запазвам, опазвам, закрилям, спазвам, спасяване, спасителен, оздравяване, ...
  • διατάσσω στα βουλγαρικά - нареждам, забранявам, налагам, изисквам, заповядвам
  • διατήρηση στα βουλγαρικά - запазване, съхраняване, опазване, опазването, опазване на
Τυχαίες λέξεις
Διατάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: I, аз, съм, да, че