Δυνατός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δυνατός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възможен, възможно, е възможно, възможно най, възможна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυνατός
δυνατός συνώνυμα, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός καφές, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός βήχας, δυνατός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δυνατός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δυναμικός στα βουλγαρικά - динамичен, динамична, динамично, динамични, динамичното
- δυνατά στα βουλγαρικά - силно, високо, шумно, висок глас, на висок глас
- δυο στα βουλγαρικά - две, два, двама, двете, двамата
- δυσάρεστος στα βουλγαρικά - неприятен, неприятно, неприятна, неприятният, неприятната
Τυχαίες λέξεις
Δυνατός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: възможен, възможно, е възможно, възможно най, възможна
Μεταφράσεις: възможен, възможно, е възможно, възможно най, възможна