Εγκάρδιος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εγκάρδιος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сърдечен, обилна, сърдечно, богата, сърдечна
Εγκάρδιος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκάρδιος

εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εγκάρδιος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εγείρομαι στα βουλγαρικά - възниквам, покачване, нарастване, повиши, се повиши, нарасне
  • εγκάθετος στα βουλγαρικά - език, седя, Седнете, Поседнете, Седни, Седи
  • εγκέφαλος στα βουλγαρικά - мозък, мозъка, на мозъка, мозъчната, мозъци
  • εγκαθίσταμαι στα βουλγαρικά - уредят, уреди, утаи, уреждане, установят
Τυχαίες λέξεις
Εγκάρδιος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сърдечен, обилна, сърдечно, богата, сърдечна