Ενέργεια στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
действие, действия, за действие, дейност
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενέργεια
ενέργεια ελλάδα, ενέργεια και περιβάλλον, ενέργεια ιονισμού, ενέργεια κύματος, ενέργεια και ισχύς, ενέργεια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενέργεια στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ενάρετος στα βουλγαρικά - добродетелен, добродетелна, добродетелно, добродетелни, непорочен
- ενέδρα στα βουλγαρικά - засада, засадата, нападение, засади
- ενήλικας στα βουλγαρικά - възрастен, възрастни, за възрастни, Adult, на възрастни
- ενήλικος στα βουλγαρικά - възрастен, възрастни, за възрастни, Adult, на възрастни
Τυχαίες λέξεις
Ενέργεια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: действие, действия, за действие, дейност
Μεταφράσεις: действие, действия, за действие, дейност