Ενίσχυση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усиления, усилване, амплификация, допълнително усилване, амплификация на, увеличаване
Ενίσχυση στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενίσχυση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα βουλγαρικά - възрастен, възрастни, за възрастни, Adult, на възрастни
  • ενήλικος στα βουλγαρικά - възрастен, възрастни, за възрастни, Adult, на възрастни
  • εναγής στα βουλγαρικά - ищец, ищеца, ищецът, ищцата
  • εναγόμενος στα βουλγαρικά - ответник, ответника, обвиняем, подсъдим
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: усиления, усилване, амплификация, допълнително усилване, амплификация на, увеличаване