Εναιώρημα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εναιώρημα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
окачване, суспензия, суспендиране, прекратяване, преустановяване
Εναιώρημα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναιώρημα

εναιώρημα ορισμός, πόσιμο εναιώρημα, εναιώρημα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εναιώρημα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εναγής στα βουλγαρικά - ищец, ищеца, ищецът, ищцата
  • εναγόμενος στα βουλγαρικά - ответник, ответника, обвиняем, подсъдим
  • εναιώρημα στα βουλγαρικά - окачване, суспензия, суспендиране, прекратяване, преустановяване
  • εναλλάσσω στα βουλγαρικά - заместник, алтернативен, алтернативна, алтернативно
  • εναλλαγή στα βουλγαρικά - обмен, редуване, редуването, смяна, при редуване, с редуване
Τυχαίες λέξεις
Εναιώρημα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: окачване, суспензия, суспендиране, прекратяване, преустановяване