Ενθάρρυνση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
насърчаване, поощрение, поощряване, насърчение, насърчаването
Ενθάρρυνση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενθάρρυνση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ενεργός στα βουλγαρικά - активен, активно, активното, активна, активната
  • ενημέρωση στα βουλγαρικά - инструктаж, актуализиране, осъвременяване, актуализация, обновяване, актуализирането
  • ενθαρρύνω στα βουλγαρικά - насърчавам, насърчи, насърчават, насърчаване на, насърчат
  • ενθουσιασμένος στα βουλγαρικά - възбуден, развълнуван, развълнувани, развълнувана, вълнувам
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: насърчаване, поощрение, поощряване, насърчение, насърчаването