Εξάπλωση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εξάπλωση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разпространяване, разстилане, разпространение, разпространение на, разпространява
Εξάπλωση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάπλωση

εξάπλωση των τούρκων, εξάπλωση αγγλικά, εξάπλωση των αράβων, εξάπλωση συνώνυμο, εξάπλωση χριστιανισμού, εξάπλωση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εξάπλωση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εξάμηνο στα βουλγαρικά - семестър, полугодие, половина, половина години, шестмесечие, година и половина
  • εξάνθημα στα βουλγαρικά - обрив, обриви, обрива
  • εξάπτω στα βουλγαρικά - възбуждам, вълнувам, възбуди, вълнува, вълнуват
  • εξάρθρωση στα βουλγαρικά - изкълчване, дезорганизация, дислокация, объркване, разместване
Τυχαίες λέξεις
Εξάπλωση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разпространяване, разстилане, разпространение, разпространение на, разпространява