Επίπλωση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επίπλωση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мебелировка, Обзавеждане, мебели, Мебелно обзавеждане, мебели от
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίπλωση
επιπλωση σπιτιού, επίπλωση γκαρσονιέρας, επίπλωση παιδικού δωματίου, επίπλωση κουζίνασ, επίπλωση φαρμακείου, επίπλωση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επίπλωση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επίπλευση στα βουλγαρικά - флотация, флотационен, флотационно, флотацията, флотационна
- επίπληξη στα βουλγαρικά - упрек, порицание, мъмрене, укор, изобличение, смъмряне
- επίπονος στα βουλγαρικά - труден, трудоемък, слугинска, трудоемко, трудоемка
- επίπτωση στα βουλγαρικά - последствие, следствие, ефект, падане, разпространение, честота, честотата, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίπλωση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мебелировка, Обзавеждане, мебели, Мебелно обзавеждане, мебели от
Μεταφράσεις: мебелировка, Обзавеждане, мебели, Мебелно обзавеждане, мебели от