Επιβλέπω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надзирава, надзиравам, завеждам, надзирават, контролирам
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβλέπω
επιβάλλω αγγλικα, επιβάλλω english, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιβλέπω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιβιβάζομαι στα βουλγαρικά - диска, впуснат, качат, качване, започне, се впуснат
- επιβιβάζω στα βουλγαρικά - впуснат, качат, качване, започне, се впуснат
- επιβλαβής στα βουλγαρικά - вреден, вредни, вредно, вредното, вредна
- επιβλητικός στα βουλγαρικά - налагане, за налагане, за налагане на, налагане на, налагането
Τυχαίες λέξεις
Επιβλέπω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: надзирава, надзиравам, завеждам, надзирават, контролирам
Μεταφράσεις: надзирава, надзиравам, завеждам, надзирават, контролирам