Καλπάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καλπάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
галоп, препускане, галопен, галопирам
Καλπάζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλπάζω

καλπάζω συνώνυμο, καλπάζω συνωνυμο, καλπάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καλπάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καλοφαγάς στα βουλγαρικά - чревоугодник, лакомец, лаком
  • καλοφτιαγμένος στα βουλγαρικά - снажен, добре оформен, пищна, стройна, добре оформени
  • καλπασμός στα βουλγαρικά - галоп, препускане, галопен, галопирам
  • καλόβουλος στα βουλγαρικά - кален, темпериран, умерен, закалено, темперирано
Τυχαίες λέξεις
Καλπάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: галоп, препускане, галопен, галопирам