Καρπός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καρπός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плод, плодове, плодовете, на плодове, плодов
Καρπός στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρπός

καρπός δάφνης, καρπός χεριού, καρπός στα αγγλικά, καρπός κόλα, καρπός δρύπη, καρπός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καρπός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καρπαζώνω στα βουλγαρικά - парцал, влияние, влиянието, си влияние
  • καρποφόρος στα βουλγαρικά - плодотворен, плодовит, ползотворно, плодотворно, ползотворното
  • καρτέρι στα βουλγαρικά - засада, капан, капана, уловител, клопка
  • καρτερία στα βουλγαρικά - търпение, издръжливост, издръжливостта, издържливост, за издръжливост
Τυχαίες λέξεις
Καρπός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: плод, плодове, плодовете, на плодове, плодов