Κατήφεια στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мрак, мрачно настроение, мракът, тъга, сумрак
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήφεια
κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατήφεια στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κατέχω στα βουλγαρικά - държа, задръжте, държи, държат, притежават
- κατήγορος στα βουλγαρικά - прокурор, прокурор на, прокурора, обвинител
- κατήφορος στα βουλγαρικά - склон, спускане, надолу, спускането, надолнище
- καταβάλλω στα βουλγαρικά - преодолявам, побеждавам, подчинявам, надделее, надделее над
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мрак, мрачно настроение, мракът, тъга, сумрак
Μεταφράσεις: мрак, мрачно настроение, мракът, тъга, сумрак