Κατοχή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κατοχή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
занятие, заемане, владение, занимание, притежание, времето, топката, притежават
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοχή
κατοχή αντίσταση και απελευθέρωση, κατοχή 1941, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή λεξικό, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατοχή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κατολίσθηση στα βουλγαρικά - плъзгане, плъзгащ се, плъзгащи, плъзгаща, плъзгащи се
- κατορθώνω στα βουλγαρικά - пробутвам, забавям, отлагам, поставен върху, прехвърлена през краищата
- κατοχυρώνω στα βουλγαρικά - охрана, подсилвам, обогатявам, укрепявам, окуражавам, усилвам
- κατράμι στα βουλγαρικά - катран, игрище, смола, стъпка, терен
Τυχαίες λέξεις
Κατοχή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: занятие, заемане, владение, занимание, притежание, времето, топката, притежават
Μεταφράσεις: занятие, заемане, владение, занимание, притежание, времето, топката, притежават