Κολλητός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κολλητός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конте, пич
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλητός
κολλητός βικιλεξικο, κολλητός συνώνυμα, κολλητός φίλος, κολλητός των αδελφών κασιδιάρη ο υιός μπαλτάκου, κολλητός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κολλητός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κολλαρίζω στα βουλγαρικά - нишесте, kollarizo
- κολλητικός στα βουλγαρικά - инфекциозен, инфекциозна, инфекциозни, инфекциозно, инфекциозния
- κολλιτσίδα στα βουλγαρικά - репей, Бърдок, от репей, репея, на репея
- κολλώ στα βουλγαρικά - туткал, клей, пръчка, стик, тояга, клечка, незалепващо
Τυχαίες λέξεις
Κολλητός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: конте, пич
Μεταφράσεις: конте, пич