Κονδύλωμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κονδύλωμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мазол, брадавица, брадавици, брадавиците, брадавицата, участък с брадавици
Κονδύλωμα στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κονδύλωμα

κονδύλωμα πέους, κονδύλωμα hpv, κονδύλωμα πρωκτού, κονδύλωμα στον τραχηλο, κονδύλωμα wiki, κονδύλωμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κονδύλωμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κομψός στα βουλγαρικά - елегантен, елегантна, елегантно, елегантни, елегантния
  • κομψότητα στα βουλγαρικά - изящество, елегантност, елегантността, изисканост, елегантен
  • κονιάκ στα βουλγαρικά - коняк, Коняци, Cognac, коняка
  • κονκάρδα στα βουλγαρικά - розетка, кокарда
Τυχαίες λέξεις
Κονδύλωμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мазол, брадавица, брадавици, брадавиците, брадавицата, участък с брадавици