Κοπάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κοπάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намалявам, отменям, анулирам, понижавам, отслабям
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπάζω
κοπάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κοπάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κοντός στα βουλγαρικά - кратко, кратък, късо, къс, краткосрочен
- κοπάδι στα βουλγαρικά - стадо, стадото, родословна, родословната
- κοπή στα βουλγαρικά - сека, рязане, за рязане, режещ, на рязане, режещия
- κοπανίζω στα βουλγαρικά - фунт, натупвам здравата, бия силно с пръчка, звук то силен удар
Τυχαίες λέξεις
Κοπάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: намалявам, отменям, анулирам, понижавам, отслабям
Μεταφράσεις: намалявам, отменям, анулирам, понижавам, отслабям