Κούραση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κούραση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умора, умората, отпадналост, на умора, умора на
Κούραση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κούραση

κούραση στα μάτια, κούραση inter arma, κούραση και υπνηλία, κούραση συνώνυμα, κούραση και καρδιά, κούραση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κούραση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κούνια στα βουλγαρικά - люлка, суинг, разгара, ход, завъртане
  • κούπα στα βουλγαρικά - халба, чаша, мутра, чашата, чаша за
  • κούρεμα στα βουλγαρικά - подстригване, подстрижка, прическа, допустимо отклонение, прическата
  • κούρνια στα βουλγαρικά - костур, риба, кацалка, пръта, пръта за
Τυχαίες λέξεις
Κούραση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: умора, умората, отпадналост, на умора, умора на