Κρεμώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κρεμώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вися, висящ съм, лепя, накичвам, забавяне на движение
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρεμώ
ρημα κρεμώ, κρεμώ συνώνυμα, κρεμώ συνώνυμο, κρεμώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κρεμώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κρεμιέμαι στα βουλγαρικά - сметана, крем, крем за, крема
- κρεμμύδι στα βουλγαρικά - лук, глава лук, лука, кромид лук
- κρεοπώλης στα βουλγαρικά - палач, касапин, месар, месарски, месарница, касапски
- κρεπ στα βουλγαρικά - креп, палачинка, крепирана
Τυχαίες λέξεις
Κρεμώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вися, висящ съм, лепя, накичвам, забавяне на движение
Μεταφράσεις: вися, висящ съм, лепя, накичвам, забавяне на движение