Κόκαλο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κόκαλο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кост, костен, костния, костна, костната
Κόκαλο στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόκαλο

κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού, κόκαλο ή κόκκαλο, κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κόκαλο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κωπηλατώ στα βουλγαρικά - кану, с кану
  • κόβω στα βουλγαρικά - сека, скъсвам, отрязвам, разделям, прекъсне, разлъчвам
  • κόκκινος στα βουλγαρικά - червен, загуби, червено, червена, червени, червения
  • κόκκος στα βουλγαρικά - зърно, частичка, зрънце, зърна, зърното, на зърно
Τυχαίες λέξεις
Κόκαλο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кост, костен, костния, костна, костната