Κόλλα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κόλλα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
туткал, клей, лепило, паста, лепилото, на лепило, лепила
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόλλα
κόλλα για ύφασμα, κόλλα mod podge, κόλλα pva, κόλλα πλακιδίων τιμές, κόλλα για παζλ, κόλλα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κόλλα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κόλακας στα βουλγαρικά - ласкател
- κόλαση στα βουλγαρικά - ад, ада, дяволите, пъкъла, по дяволите
- κόλλημα στα βουλγαρικά - лепене, залепване, слепване, залепване на, лепило
- κόλπο στα βουλγαρικά - сензационна новина, каскадьор, Stunt, трик, каскада
Τυχαίες λέξεις
Κόλλα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: туткал, клей, лепило, паста, лепилото, на лепило, лепила
Μεταφράσεις: туткал, клей, лепило, паста, лепилото, на лепило, лепила