Κόλπο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κόλπο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сензационна новина, каскадьор, Stunt, трик, каскада
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόλπο
κόλπο της βεγγάλης, κόλπο του ορφανού, κόλπο της αιώρησης, κόλπο με τράπουλα, κόλπο της ταϊλάνδης, κόλπο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κόλπο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κόλλα στα βουλγαρικά - туткал, клей, лепило, паста, лепилото, на лепило, лепила
- κόλλημα στα βουλγαρικά - лепене, залепване, слепване, залепване на, лепило
- κόλπος στα βουλγαρικά - залив, Bay, Бей, залива, дафинов
- κόμβος στα βουλγαρικά - възел, възлова точка, възела, възловата точка
Τυχαίες λέξεις
Κόλπο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сензационна новина, каскадьор, Stunt, трик, каскада
Μεταφράσεις: сензационна новина, каскадьор, Stunt, трик, каскада