Λεξικό στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λεξικό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
речник, яловаря, речника, речник на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεξικό
λεξικό δημητράκου, λεξικό λογοτεχνικών όρων, λεξικό οικονομικών όρων, λεξικό συνωνύμων, λεξικό αγγλικών, λεξικό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λεξικό στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λεμφικός στα βουλγαρικά - лимфоидна, лимфоидната, лимфоиден, лимфоидни, лимфоидно
- λεμόνι στα βουλγαρικά - лимон, лимонов, лимонова, от лимон, лимоновия
- λεξιλόγιο στα βουλγαρικά - речник, лексика, речника, лексиката, терминологичен речник
- λεονταρισμοί στα βουλγαρικά - blustering
Τυχαίες λέξεις
Λεξικό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: речник, яловаря, речника, речник на
Μεταφράσεις: речник, яловаря, речника, речник на