Λικνίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λικνίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
камък, скала, рок, скално, скален
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λικνίζω
λικνίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λικνίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λιθοστρώνω στα βουλγαρικά - поправям, калдъръмени, трошенокаменна, с трошенокаменна
- λικνίζομαι στα βουλγαρικά - liknizomai
- λιμάνι στα βουλγαρικά - пристанище, порт, пристанището, порта, пристанищното
- λιμάρης στα βουλγαρικά - стържене, скрибуцане, пиля, изчегъртвам, казвам с рязък глас
Τυχαίες λέξεις
Λικνίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: камък, скала, рок, скално, скален
Μεταφράσεις: камък, скала, рок, скално, скален