Μάτσο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μάτσο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
китка, куп, няколко, букет, връзка
Μάτσο στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάτσο

μάτσο αντρας, μάτσο πίτσου, μάτσο μαν, μάτσο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μάτσο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μάταιος στα βουλγαρικά - суетен, напразен, напразно, напразни, суетни
  • μάτι στα βουλγαρικά - око, глад, очите, окото, очи, на очите
  • μάχη στα βουλγαρικά - стълкновение, конфликт, сражение, бой, противоречие, битка, битката, ...
  • μάχομαι στα βουλγαρικά - сражение, борба, битка, бой, борбата, двубой
Τυχαίες λέξεις
Μάτσο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: китка, куп, няколко, букет, връзка