Μανιβέλα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μανιβέλα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
манивела, на коляновия вал, коляно, педалния
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανιβέλα
μανιβέλα πατρα, μανιβέλα τέντας, μανιβέλα αγγλικα, μανιβέλα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μανιβέλα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μανιακός στα βουλγαρικά - маниак, Maniac, маниака, луд
- μανιασμένος στα βουλγαρικά - диво, бясно, див, лудо, невероятно
- μανικέτι στα βουλγαρικά - маншет, маншета, ръкавна лента, на маншета
- μανιτάρι στα βουλγαρικά - гъби, гъба, на гъби, гъбен, за гъби
Τυχαίες λέξεις
Μανιβέλα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: манивела, на коляновия вал, коляно, педалния
Μεταφράσεις: манивела, на коляновия вал, коляно, педалния