Μεσάζοντας στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μεσάζοντας, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посредник, брокер, банки, брокера
Μεσάζοντας στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεσάζοντας

μεσάζοντας λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μεσάζοντας στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μερικώς στα βουλγαρικά - частично, отчасти, отчасти се, донякъде, частично се
  • μερσίνη στα βουλγαρικά - мирт, Мерсин, Mersin
  • μεσάζων στα βουλγαρικά - посредник, посредническа
  • μεσάνυχτα στα βουλγαρικά - полоча, полунощ, среднощ, в полунощ, посред нощ
Τυχαίες λέξεις
Μεσάζοντας στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: посредник, брокер, банки, брокера