Μετρ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μετρ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
специалист, келнер, заемащ, управителя, заемащ най, Салонният управител
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετρ
μετρ σημασια, μετρ ξενοδοχειου, μετρ συνωνυμο, μετρ σε club, μετρ του σασπένς, μετρ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μετρ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μετουσιώνω στα βουλγαρικά - превращение, денатуриран, денатурирани, денатурирана, денатурирано, денатурираната
- μετοχή στα βουλγαρικά - причастие, дял, акция, Сподели, Share, Закачи
- μετρητά στα βουλγαρικά - пари в брой, пари, парични, парични средства, паричните
- μετρητής στα βουλγαρικά - калибър, метроном, метър, брояч, борба, за борба, обратно, ...
Τυχαίες λέξεις
Μετρ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: специалист, келнер, заемащ, управителя, заемащ най, Салонният управител
Μεταφράσεις: специалист, келнер, заемащ, управителя, заемащ най, Салонният управител