Μηχανουργός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μηχανουργός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
машинист, механик, шлосер, машинен шлосер
Μηχανουργός στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανουργός

μηχανουργός ιεκ, μηχανουργός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μηχανουργός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μηχανικός στα βουλγαρικά - инженер, механик, инж, инженер по
  • μηχανισμός στα βουλγαρικά - механизъм, механизъм за, механизма, механизми
  • μιαίνω στα βουλγαρικά - замърсявам, замърсяват, замърсява, замърсят, замърси
  • μιζέρια στα βουλγαρικά - бедност, мизерия, нещастие, мизерията, нещастието, страдание
Τυχαίες λέξεις
Μηχανουργός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: машинист, механик, шлосер, машинен шлосер