Μοιράζομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μοιράζομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дял в, дял, дял от, дял на, участие в
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοιράζομαι
μοιράζομαι συνώνυμα, μοιράζομαι ορισμός, μοιράζομαι το αυτοκίνητο, μοιράζομαι γνωμικά, μοιράζομαι και ωριμάζω, μοιράζομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μοιράζομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μοίρα στα βουλγαρικά - сплит, много, съдба, съдбата, сам, съдбата на, участ
- μοδίστρα στα βουλγαρικά - шивачка, шивач, шивачки, шивачката
- μοιράζω στα βουλγαρικά - дело, сплит, сделка, Нанасяте, сделката, Разпределена, Deal
- μοιραίος στα βουλγαρικά - фатален, фатално, фатални, фатална, фатален изход
Τυχαίες λέξεις
Μοιράζομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дял в, дял, дял от, дял на, участие в
Μεταφράσεις: дял в, дял, дял от, дял на, участие в