Μόριο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μόριο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
частица, молекула, молекулата, молекула на, молекули
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μόριο
μόριο γλυκόζης, μόριο άτομο, μόριο υδρογόνου, μόριο νερού, μόριο φυσική, μόριο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μόριο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μόνο στα βουλγαρικά - само, единствено, едва, единственият
- μόνος στα βουλγαρικά - неомъжена, неженен, само, единствено, едва, единственият
- μόρτης στα βουλγαρικά - бродяга, мошенически
- μόρφωση στα βουλγαρικά - образование, образованието, обучение, на образованието, образователната
Τυχαίες λέξεις
Μόριο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: частица, молекула, молекулата, молекула на, молекули
Μεταφράσεις: частица, молекула, молекулата, молекула на, молекули