Ολική στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ολική, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
калибър, общо, общия, Общият, общ, Общият брой
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ολική
ολική αρθροπλαστική ισχίου, ολική έκλειψη ηλίου, ολική υστερεκτομή, ολική παύση απασχόλησης προσωπικού, ολική ανάκλαση, ολική λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ολική στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ολίσθημα στα βουλγαρικά - хлъзгане, подхлъзване, поднасяне, Талон, приплъзване
- ολιγολογία στα βουλγαρικά - мълчаливост, необщителност
- ολικός στα βουλγαρικά - общо, общия, Общият, общ, Общият брой
- ολισθηρός στα βουλγαρικά - хлъзгав, хлъзгави, хлъзгава, хлъзгаво, хлъзгавата
Τυχαίες λέξεις
Ολική στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: калибър, общо, общия, Общият, общ, Общият брой
Μεταφράσεις: калибър, общо, общия, Общият, общ, Общият брой