Οξύ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οξύ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
киселина, киселини, киселинен, кисел
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύ
οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οξύ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- οξυδέρκεια στα βουλγαρικά - острота, прозрение, вникване, проницателност, поглед, представа
- οξυδερκής στα βουλγαρικά - отнасящ се до възприемането, проницателен, възприемчив, проницателна, осезателни
- οξύθυμος στα βουλγαρικά - сприхав, раздразнителен, избухлив
- οξύνοια στα βουλγαρικά - проницателност
Τυχαίες λέξεις
Οξύ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: киселина, киселини, киселинен, кисел
Μεταφράσεις: киселина, киселини, киселинен, кисел